• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: pass out, passed-out

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pass out vi phrasal informal (faint, lose consciousness)λιποθυμάω, λιποθυμώ ρ αμ
 I took one look at the bloody cut on my arm and passed out.
 Έριξα μια ματιά στο ματωμένο κόψιμο στο χέρι μου και λιποθύμησα.
pass out vi phrasal UK (soldier: complete training)ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση περίφρ
  αποφοιτώ ρ αμ
 650 cadets from the Army Foundation College in Harrogate have passed out.
 650 δόκιμοι από την στρατιωτική ακαδημία στο Χάρογκειτ ολοκλήρωσαν τη βασική τους εκπαίδευση.
pass out [sth] vtr phrasal sep (distribute, hand out)μοιράζω ρ μ
 The priest is passing out the communion wafers.
 Ο ιερέας μοιράζει την όστια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
passed-out adj informal (who has fainted)λιπόθυμος επίθ
  που έχει λιποθυμήσει περίφρ
 The passed-out partygoer was lying on the floor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση passed out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «passed out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!